- χρώς
- γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ(λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» — με τα μαλλιά κομμένα σύρριζαμσν.-αρχ.1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν.β. «αἰεὶ τῷ γ' ἔσται χρὼς ἔμπεδος», Ομ. Ιλ.)2. α) χροιά τής επιδερμίδαςβ) (γενικά) χρώμα («χρὼς αἵματος», Ορφ. Λιθ.)3. μτφ. ο χρωματισμός, η ιδιαιτερότητα τού ύφους («τὸν αὐτὸν χρῶτα εὑρίσκεσθαι... ταύτης τε τῆς ἐπιστολῆς καὶ τῶν πράξεων», Κλήμ. Αλ.)αρχ.1. η επιδερμίδα, το δέρμα (α. «ἀκρότατον δ' ἄρ' ὀϊστὸς ἐπέγραψε χρόα», Ομ. Ιλ.β. «τοῡ χρωτὸς ἥδιστον ἀπέπνει καὶ τὸ στόμα κατεῑχε εὐωδία καὶ τὴν σάρκα πᾱσαν», Πλούτ.)2. ο ιστός κάτω από το δέρμα («φθινύθει δ' ἀμφ' ὀστεόσι χρώς», Ομ. Οδ.)3. φρ. «ἐν χρῷ»i) «πολύ κοντά, εγγύτατα (Θουκ.)ii) (για συμπλοκή) εκ τού συστάδην, σώμα με σώμα (Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ., ο οποίος κατά την κλίση του, εκτός από τους τ. τους σχηματισμένους από το οδοντικόληκτο θ. χρωτ- (πρβλ. γεν. χρωτός, αιτ. χρῶτα κ.λπ.), που επικράτησε στην αττ., εμφανίζει και τ. ασυναίρετους (πρβλ. γεν. χροός, αιτ. χρόα, δοτ. χροΐ), οι οποίοι είναι αρχαιότεροι, ομηρικοί, και οι οποίοι προϋποθέτουν μια σιγματική μορφή θ., η οποία, με βάση τον συγγενή μυκηναϊκό τ. δυϊκού a-korowee «χωρίς κηλίδες», μπορεί να καθοριστεί σε *χροFοσ-. Σύμφωνα με αυτά, οι τ. τών πλάγιων πτώσεων χροός, χρόα, χροΐ, το παρ. χροιή / χροιά και η μορφή τού β' συνθετικού -χροος (και με συναίρεση -χρους) έχουν προέλθει από το θ. χροFοσ- με τις ανάλογες καταλ. (πρβλ. χρόα < *χροFοσ-α, χροός και -χροος < *χροFοσ-ος, χροιή < *χροFοσ-ια), με σίγηση τών ενδοφωνηεντικών -F- και -σ- και στη συνέχεια υφαίρεση, λ.χ. *χροFοσ-α > *χρο-ο-α > χρόα (πρβλ. κλέα < *κλεεα < *κλεFεσ-α). Η ονομ. χρώς, στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να έχει προέλθει από τ. *χροFώς (με εκτεταμένο το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. αἰδώς < θ. *αιδοσ-), με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού -F- και συναίρεση. Παρλλ. απαντούν και μορφές θ. χρωσ- (το -σ- είναι πιθ. αναλογικό) σε τ. τού ρ. χρώννυμι*, -ύω, χρω-, στους τ. χρῶ-σις και χρῶ-μα και χρωτ- (από την κλίση τής λ. χρώς κατά τα οδοντικόληκτα), πρβλ. χρωτίζω, χρωτίδιον. Σε ό,τι αφορά την ετυμολ., η λ. θα μπορούσε πιθ. να συνδεθεί με τον επίσης δυσερμήνευτο τ. χραύω «αγγίζω ελαφρά», τού οποίου η ρίζα *ghreu- θα μπορούσε να ερμηνεύσει το θ. *χροF-οσ- (βλ. λ. χραύω), σύνδεση, όμως, που δεν φωτίζει περισσότερο την ετυμολόγηση τού τ. Η λ. χρώς απαντά ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό λ. με τις μορφές -χροος/-χρους (πρβλ. λευκό-χροος, πυρό-χρους) και -χρως (πρβλ. ξανθό-χρως), ενώ απαντούν και ορισμένοι μεμονωμένοι τ., όπως ουδ. ἐϋ-χροές (όπου το β' συνθετικό ανάγεται στο σιγμόληκτο θ. *χροFεσ- / *χροFοσ- και αντιστοιχεί με το μυκηναϊκό -korowee), μελαγ-χροιής (η μορφή τού β' συνθετικού για μετρικούς λόγους), μελαγ-χρής (κατ' επίδραση τών σύνθ. σε -αιδής (< αἰδώς). Αρχική σημ., τέλος, τής λ. χρώς είναι «επιδερμίδα, δέρμα, σάρκα», από όπου η σημ. «χρώμα τού δέρματος, χροιά τής επιδερμίδας» και κατ' επέκτ. η χρησιμοποίηση τής λ. και ιδιαίτερα τών παραγώγων της για δήλωση τής γενικής σημ. «χρώμα» (πρβλ. την σημ. τών λ. χρώμα, χρώση, χροιά, χρώννυμι, χρωτίζω και τών σύνθ. σε -χροος / -χροῦς)].
Dictionary of Greek. 2013.